έκκλησις

έκκλησις
η
βλ. έκκληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔκκλησις — appeal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλήσεις — ἔκκλησις appeal fem nom/voc pl (attic epic) ἔκκλησις appeal fem nom/acc pl (attic) ἐκκλάω break off aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐκκλάω break off fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησίων — ἔκκλησις appeal fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐκκλάω break off fut part act masc nom sg (attic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκκλησιν — ἔκκλησις appeal fem acc sg ἐκκλάω break off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκκληση — η (AM ἔκκλησις) έφεση δίκης νεοελλ. επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία αρχ. 1. πρόσκληση 2. επίκληση με μαγικές επωδούς …   Dictionary of Greek

  • υποσχεσίη — ἡ, Α (επικ. τ.) ὑπόσχεσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. ίη, επικ. τ. τής κατάλ. ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)] …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Περικλής — (Πάτρα 1869 – Σκαραμαγκάς Αττικής 1910). Λογοτέχνης. Έγινε γνωστός από την ιδιότυπη κίνησή του για την αναμόρφωση του νέου ελληνισμού. Γιος γιατρού και μητέρας από τη μεγάλη οικογένεια των Χαιρέτηδων που η καταγωγή της έφτανε έως το Βυζάντιο,… …   Dictionary of Greek

  • ἐκκλήσεων — ἐκκλήσεω̆ν , ἔκκλησις appeal fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλήσεως — ἐκκλήσεω̆ς , ἔκκλησις appeal fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”